διουρήσῃ

διουρήσῃ
διουρέω
pass in urine
aor subj mid 2nd sg
διουρέω
pass in urine
aor subj act 3rd sg
διουρέω
pass in urine
fut ind mid 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • αντιδιουρητικός — ή, ό αυτός που αναστέλλει ή περιορίζει τη διούρηση …   Dictionary of Greek

  • εκλαμψία — Επικίνδυνο σύνδρομο που προσβάλλει τις γυναίκες κατά την κύηση, τον τοκετό ή τη λοχεία. Το 85% των περιπτώσεων παρατηρείται στις πρωτότοκες και κυρίως κατά τους τρεις τελευταίους μήνες της κύησης ή 48 ώρες έως έξι εβδομάδες μετά τον τοκετό. Ο… …   Dictionary of Greek

  • τσάι — (θέα η σινική και θέα η ασαμική). Αειθαλή δενδρύλλια της οικογένειας των θεϊδών (δικοτυλήδονα), αυτοφυή στο Θιβέτ και στο Aσάμ· καλλιεργείται για τα φύλλα του, που είναι πλούσια σε αρωματικές ουσίες, στο μεγαλύτερο μέρος των τροπικών και… …   Dictionary of Greek

  • χολερετικός — ή, ό, Ν (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τα χολερετικά (φαρμ.) τα χολαγωγά. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. choleretic < choleresis, τ. ανώμαλα σχηματισμένος από τις λ. χολή + ρύση «ροή» κατ επίδραση τ. σαν τον diuresis (< διούρηση)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”